Η επιστροφή!

Η βαριά πόρτα του νεκροταφείου έτριξε στο άνοιγμά της και βήματα ακούστηκαν να ανεβαίνουν τα σκαλοπάτια της εισόδου!
– Να εκεί πρέπει να είναι, ακούστηκε να λέει μια αντρική φωνή!
– Πάω να δω, συνέχισε μια εφηβική!
– Ελάτε, εδώ είναι ο παππούς! συνέχισε η ίδια φωνή.
Ο μπάρμπα-Νικολός, σήκωσε το κεφάλι του και κοίταξε τους νιόφερτους, στο μνήμα του παπά-Κώστα, του ιερέα του χωριού. Πάνε καμιά εικοσιπενταριά χρόνια που ”έφυγε” από την ζωή με το σώμα του να βρίσκεται θαμμένο σε εκείνο το εγκαταλελειμμένο μνήμα.

‘Κει δά στα μνήματα!

Καθισμένος στην καρέκλα του, δίπλα στην ”αγάπη του”, έχοντας τελειώσει με το καντήλι της και το θυμιατό της, κάπνιζε το τσιγάρο του! Παρακολουθούσε τον κύριο με την οικογένειά του να περιποιούνται το μνήμα του παππά-Κώστα! Απορημένος ”έσπαγε” το μυαλό του να θυμηθεί πρόσωπα και καταστάσεις!

Η κυρία δεν έμοιαζε σε καμιά από τις κόρες του παππά! Άλλωστε αυτές είχαν φύγει για την Αυστραλία, μετά και το θάνατο της παπαδιάς! Ο κύριος; αποκλείεται να ήταν ο μοναχογιός του! Τον είχε σκοτώσει η σφαίρα του όπλου που κρατούσε ένα παιδικό χέρι! Το όπλισε το μίσος. Για ένα χαστούκι που του έριξε ο μοναχογιός του παππά, επήγε και το σκότωσε το παληκάρι!

Περνώντας η ώρα, και αφού τελείωσαν την περιποίηση του μνήματος, είδε τον κύριο, να ανοίγει ένα ξυλόγλυπτο κουτί και να βγάζει από μέσα ένα μαντήλι! Είχε πάνω του ζωγραφισμένο ένα μαύρο σταυρό!

Ο σταυρός στο μαντήλι

Μια σπίθα φώτισε το μυαλό του! Πλησίασε, με τρεμάμενα πόδια, τον κύριο!
Γιάγκο μου, κορώνα μου, εσύ είσαι;
-Εγώ είμαι, μπάρμπα-Νικολό! αποκρίθηκε ο κύριος!
– Κορώνα μου, έλα να σ’ αγκαλιάσω, δεν περίμενα ότι θα σε ξαναδώ ποτέ! Θυμήθηκα το μαντήλι, που σού ‘δωσε ο ”πατέρας σου”! Ζωγράφισε το σταυρό με ένα κάρβουνο, στο χάνι που νυχτώσαμε, ερχόμενοι να σε πάρουμε από την φυλακή!

Το τάμα!

– Ναι, μπάρμπα-Νικολό, αυτό είναι! Του είχα τάξει να του το φέρω πίσω, εκεί από την ξενιτιά όπου μ’ έστειλε να γίνω άνθρωπος! Με συντρόφευε η ευχή του και το μαντήλι του! Και τα κατάφερα! Έφτιαξα την ζωή μου και την οικογένειά μου!

-Μπράβο, κορώνα μου, μπράβο σου, αποκρίθηκε ο μπάρμπα- Νικολός! Και δυο φορές μπράβο σου που κράτησες το τάμα σου, μετά από τόσα χρόνια!

Το φονικό

Σε ένα χωριό της Μάνης, πριν πολλά χρόνια, ζούσε ο Κώστας με την οικογένειά του! Παιδί της εκκλησίας από μικρός ζήτησε από τον Δεσπότη να τον κάνει κληρικό!
Τον χειροτόνησε διάκο και μετά από καιρό ήρθε η ημέρα που θα τον χειροτονούσε ιερέα! Η χειροτόνηση θα γινόταν στο Γύθειο, αλλά θα λειτουργούσε στο χωριό του!

Ενώ στο Γύθειο, ανήμερα της Κυριακής, χειροτονείτο ο Κώστας ιερέας, ένα οπλισμένο παιδικό χέρι, τραβούσε την σκανδάλη του γκρά, με αποτέλεσμα ο μοναχογιός του παπα- Κώστα, να πέφτει νεκρός, από το βόλι του φονιά!

Επιστρέφοντας το απόγευμα ο παπά- Κώστας για το σπίτι του, είδε από μακριά μαζεμένο κόσμο στην αυλή του!

-Μα τους καϋμένους, συλλογίστηκε χαμογελώντας, πόσες ώρες με περιμένουν να μου ευχηθούν!

Φτάνοντας στο σπίτι του, τους είδε όλους μουγγούς, κλαμένους, σκυθρωπούς! Βγήκε στην ξώπορτα η παπαδιά, και του έδειξε με το χέρι να περάσει μέσα στο σπίτι, χωρίς να βγάλει ούτε μία κουβέντα!
Μπήκε μέσα και είδε ξαπλωμένο το παλικάρι του, πάνω στην μεγάλη τραπεζαρία! Στολισμένο, περιποιημένο για μεγάλο ταξίδι! Ρώτησε  και έμαθε τι έγινε! Τότε ζήτησε να βγουν όλοι έξω και να τον αφήσουν μόνο του με το παλικάρι του! Ήθελε λέει να κουβεντιάσει!

Η δύναμη της ψυχής

Ξημερώνοντας η ημέρα, ζήτησε απ’ τις κοπέλες του, να βγάλουν τα μαύρα, να φορέσουν άσπρα ρούχα νυφιάτικα, και κρατώντας λευκά μαντήλια, να πάνε να του φέρουν τον φονιά!
Έτσι και έγινε! Η γριά-μάνα του φονιά, δεν μπορούσε παρά να εκτελέσει την εντολή του παππά! Πήραν το φονιά και τον πήγαν στον παππά!
Αυτός τον κράτησε κοντά του! Τον μεγάλωνε σαν μοναχογιό του! Έκλεισε ο Γιάγκος τα δεκαοχτώ και ήρθε η ημέρα του δικαστηρίου!
Φώναξε ο πρόεδρος τους μάρτυρες κατηγορίας! κανείς δεν εμφανίστηκε! απόρησε! Φώναξε τους μάρτυρες υπεράσπισης! και σηκώθηκε μόνο ο παππάς! Έκπληκτος ο πρόεδρος τον ρωτάει:

-Πάτερ, αυτός είναι ο φονιάς;

-Όχι κύριε πρόεδρε! Δεν είναι αυτός ο φονιάς! Δεν σκότωσε αυτός το παιδί μου! Εγώ είμαι ο φονιάς! Εγώ σκότωσα το παιδί μου με τα ίδια μου τα χέρια! Που δεν του έμαθα ποτέ, να ξέρει να συγχωρεί, όχι να σηκώνει χέρι με το παραμικρό! Εγώ το σκότωσα κύριε πρόεδρε!

Η τιμωρία!

Αφού δικάστηκε με πολύ ελαφριά ποινή ο Γιάγκος, βγήκε από την φυλακή, και τον περίμενε στην πόρτα ο πατέρας του ο παπά- Κώστας, και αφού του έδωσε την ευχή του και το μαντήλι με το σταυρό, τον έστειλε στην ξενητιά σε δικούς του ανθρώπους, να τον βοηθήσουν να γίνει σωστός άνθρωπος!

Επίλογος!

Αγαπητοί μου αναγνώστες, τα γεγονότα είναι πραγματικά, και έχουν συμβεί σε χωριό της Μάνης! τα ονόματα έχουμε αλλάξει για ευνόητους λόγους!

 

 

 

Αφήστε μια απάντηση