Εκείνο το χειμωνιάτικο πρωινό
Το ροζιασμένο παγωμένο χέρι της, μπήκε κάτω από τη βαριά μάλλινη βελέτζα, για να χαιδέψει το μικρό κορμάκι του γιού της. Ήταν 5.30 το πρωϊ, και έπρεπε να ξυπνήσει το στερνοπούλι της. Έπρεπε να το ετοιμάσει, να το ανεβάσει στον Αράπη, και όλοι μαζί να πάρουν τον ανηφορικό δρόμο της βρύσης.
Αχάραγο… Τα βαριά βήματα του Αράπη ακούγονταν σαν τύμπανο στα αυτιά τους, καθώς ανέβαιναν το κακοτράχαλο μονοπάτι της Κακιάς Σκάλας. Αργά, προσεκτικά, σταθερά βήματα, μιας και καταλάβαινε, πως την ράχη του, είχε καβαλήσει ο μικρός του φίλος.
Λιόπανα και τσουβάλια, φορτωμένα δεξιά και αριστερά του σαμαριού, και ανάμεσά τους το στερνοπούλι της, ντυμένο με βαρύ παλτό, κουκούλα, και ένα φουλάρι να του σκεπάζει το στόμα και την μύτη για να μην κρυώσει.
Φτάνοντας στο χωράφι, ξεφόρτωμα του Αράπη, ένα πρόχειρο υπόστρωμα από στεγνά κλαδιά του χθες, και τα τσουβάλια για στρώμα. Μια κουβερτούλα και ένα παπλωματάκι για να το σκεπάσει και να το κοιμήσει, καθώς ήταν ακόμα νύχτα.
Γρήγορα-γρήγορα μάζεψε κλαδιά για να ανάψει την φωτιά να το ζεστάνει! Στηρίζοντας με τα δυο της χέρια τη μέση της, έβγαλε έναν αναστεναγμό ανακούφισης, και αμέσως μετά ψέλλισε: “γιατί Θεέ μου, γιατί”;…
Η Μάνα η “τούρκα”
Αφού κοίμισε το στερνοπούλι της, έπιασε με φούρια να στρώσει τα λιόπανα. Έπρεπε να τα έχει στρώσει όλα, ώστε μόλις θα ερχόταν ο άντρας της, να ξεκινούσε κατευθείαν το κλάδεμα των στρωμένων ελιών.
Εκείνος είχε μείνει πίσω, για να στείλει τα άλλα δυο τους παιδιά στο σχολείο, μα και να φέρει το κοπάδι με τις γίδες και τις προβάτες. Έπρεπε και αυτές να μάθουν τον δρόμο για το χωράφι, γιατί την επόμενη το πρωί θα ακολουθούσαν τον Αράπη.
Με μια ανάσα τα κατάφερε και αυτά. Κι απάνω που τελείωσε άκουσε να ανεβαίνουν το μονοπάτι της ρεματιάς, με τα κουδούνια τους να ξυπνάνε τα πουλιά στο γλυκοχάραμα.
Φτάνοντας εκείνος, απόθεσε την τσάντα του στην ρίζα της ελιάς, και πήγε να χαϊδέψει το στερνοπούλι τους που κοιμόταν ατάραχο.
- Έλα ξεκίνα να κλαδεύεις και ασ’ τα χάδια! Τον παρότρυνε.
- Δεν είσαι μάνα εσύ! Τούρκα έχεις γίνει! Της αποκρίθηκε! Δεν το λυπάσαι; Τέσσερο χρονώ είναι και το κοιμίζεις στα τσουβάλια! Τούρκα, ε τούρκα! Και έκανε να φύγει πιο πέρα να καπνίσει το τσιγάρο του και να περάσει ο θυμός του!
Εκείνη αμίλητη έβαλε να πιει ένα ποτήρι νερό. Περίμενε καρτερικά τον κύρη της, να ξεκινήσει την δουλειά. Ήξερε ότι είχε δίκιο σε αυτά που έλεγε. Ήταν καιρός λιομαζώματος, και ταλαιπωρούσε όλη της την οικογένεια.
Και μετά στο σπίτι
Από νύχτα σε νύχτα στο χωράφι, μετά στο σπίτι για λίγο να δει τα παιδιά της, και μετά στο καφενείο που διατηρούσε με τον άντρα της.
Να σηκωθεί στις 4, ν’ αρμέξει τις κατσίκες της και τις προβάτες, να βράσει γάλα για τα παιδιά, και να ετοιμάσει το καλάθι με το φαγητό για το χωράφι. Τελευταίο άφηνε πάντα το στερνοπούλι της.
Εκείνος, γραμματέας στην Κοινότητα. Πολλές φορές δεν μπορούσε να την ακολουθήσει στις δουλειές του χωραφιού.
Σχεδόν τρείς μήνες κρατούσε το λιομάζωμα. Δικές τους, μισιαρικές, είχαν να μαζέψουν πολλές για να βγάλουν λάδι και να καλύψουν τα έξοδα της χρονιάς. Σχεδόν τρεις μήνες το στερνοπούλι της το κοίμιζε στα τσουβάλια και στα λιόκλαδα.
Στην γιορτή της Άνοιξης
Και η Μάνα η τούρκα περίμενε να ‘ρθεί το Σάββατο για να φύγει πιο νωρίς απ’ το χωράφι! Να μαζευτεί νωρίς για να μπανιάρει τα παιδιά της στη σκάφη, μπροστά στο τζάκι! Αύριο είναι Κυριακή και θα πάνε εκκλησία. Τελείωνε νωρίς τις δουλειές της, τελείωνε νωρίς και με το καφενείο, για να ετοιμαστεί και εκείνη για την εκκλησία. Όρος απαράβατος η εκκλησία κάθε Κυριακή!
Σαν τέλειωνε το λιομάζωμα, κάθε χρόνο μέσα στο Φλεβάρη, έπλενε τα λιόπανα, τα στοίβαζε στην αποθήκη για του χρόνου, και καθόταν καμιά βδομάδα να ξεκουραστεί. Έπρεπε να ανασκουμπωθεί, να επικοινωνήσει με τους δικούς της ανθρώπους στην Αθήνα, για να της πουλήσουν το λάδι.
Το μποστάνι
Την περίμενε υπομονετικά όμως το μποστάνι. Έπρεπε να το σκάψει, να το στρώσει με την τσουγκράνα, να κόψει οδηγούς για το νερό, και να κανονίσει τι θα φυτέψει και που. Να σπείρει για φυντάνι, να φυτέψει τους σπόρους της, για να έχει αργότερα και για το σπίτι της και για το καφενείο. Όλα αυτά που θα μάζευε θα τα μετέτρεπε σε χρήματα για να καλύψει τις ανάγκες της.
Τα καλούδια της
Ε, τώρα περίσσευε λίγος χρόνος! Άντε να φτιάξει καμιά τραβηχτή, κανένα λαλάγγι, κάποιο κέικ τις ημέρες που φούρνιζε. Εποχή του 1969 βλέπεις! Δεν υπήρχαν οι ανέσεις του σήμερα. Και βέβαια γινόταν πανηγύρι όταν έβγαιναν τα ταψιά με τη γαλατόπιτα!
Το τυροκομιό έδινε και έπαιρνε. Το πλούσιο χορτάρι στα κτήματα, έδινε μπόλικο παχύ γάλα, με αποτέλεσμα το μυρωδάτο και εύγευστο τυρί. Και αυτό θα γινόταν χρήματα μέσω του καφενείου.
Και τώρα μάνα
Μποστάνι, τυροκομιό, πλύσιμο χειμωνιάτικων σκεπασμάτων, δουλειές που έπρεπε να γίνουν, αλλά δεν πίεζε ο χρόνος. Έβρισκε χρόνο και για το στερνοπούλι της, αλλά και για τα άλλα της παιδιά! Λίγο να τ’ αγκαλιάσει, λίγο να τους πει ένα παραμύθι, αλλά και λίγο να τα προετοιμάσει για τις δουλειές που τα περίμεναν τις ημέρες των διακοπών.
Στον τελειωμό της Άνοιξης
Ο καλός ζεστός καιρός την Άνοιξη, και οι αρκετές βροχές, είχαν δώσει μεγάλη ανάπτυξη στα φυτά της περιοχής. Τα μποστάνια είχαν πυκνώσει και χρειάζονταν συχνότερα βοτάνισμα. Τα λαχανικά της είχαν πετάξει μπόϊ. Είχαν λουλουδιάσει και ετοιμάζονταν να δέσουν καρπό. Εκείνη, δυο φορές την βδομάδα να σκουπίζει τους στάβλους της και να κουβαλάει την κοπριά στο μποστάνι. Ένοιωθε φέτος ότι η παραγωγή της θα ήταν καλή και δεν ήθελε ατάϊστα τα φυτά της. Τα φρόντιζε με αγάπη και μεράκι. Ήξερε ότι πολύ σύντομα θα την αποζημιώσουν για την φροντίδα.
Βοτάνιζε, κλάδευε, έδενε, τα φυτά της. Και το στερνοπούλι της εκεί σιμά της στην δροσιά άλλοτε να παίζει με τα παιχνίδια του και άλλοτε να κοιμάται αποκαμωμένο, αφού το κρεβάτι του ήταν μόνο για το βράδυ. Και αυτή η Μάνα η “τούρκα” δεν είχε κανέναν να της το κρατήσει για να κάνει τις δουλειές της. Το ταλαιπωρούσε καθημερινά! Εκτός της Κυριακής.
Στη βράση του Καλοκαιριού
Κατακαλόκαιρο, ζέστη, κούραση. Και εκείνη, εκεί, αγόγγυστα να αγωνίζεται να τα βγάλει πέρα. Τομάτες, αγγούρια, κολοκυθάκια, φασολάκια, μελιτζάνες, κρεμμύδια και τόσα άλλα, φορτωμένα στον Αράπη, έπαιρναν το δρόμο για το σπίτι.
Αργότερα οι φακές, τα ρεβύθια, τα ξερά φασόλια, είχαν σειρά για μάζεμα. Μάζεμα το πρωί με τη δροσιά, αλώνισμα το μεσημέρι με την κάψα του καλοκαιριού! Και ο Αύγουστος ήρθε με την δουλειά στο καφενείο να ‘χει πληθύνει, καθώς είχαν έρθει οι καλοκαιρινοί παραθεριστές στο χωριό! Εκείνη, από την προηγούμενη το απόγευμα, είχε πάει να φτιάξει τη νεροδιαβασία, γιατί αύριο πρωί πρωί στις τέσσερις θα άνοιγε ο νερουλάς τον χαζανά για να ποτίσει το περιβόλι της. Δυο φορές την εβδομάδα γινόταν αυτό.
Τα σπόρια του μαρουλιού είχαν φυτρώσει. Μεγάλωναν σιγά σιγά και κάποια ετοιμάζονταν για μεταφύτευση. Σκάψιμο, οδηγοί του νερού, τετραγώνισμα του χώρου που θα τα φύτευε.
Αποκαμωμένη, κρατώντας το στερνοπούλι της από το χέρι, πήρε τον ανήφορο του γυρισμού για το σπίτι της! Ο ήλιος έκαιγε, φύλλο δεν κουνιόταν. Ιδρωμένη κοιτούσε τα ποδαρούνια του μικρού της που πάλευαν με τον ανήφορο! Έφτασε σπίτι της. Και αφού ετοίμασε φαγητό για το μικρό της, το φώναξε να το ταϊσει! Δεν πήρε απάντηση! Τα χρειάστηκε! μπήκε στο δίπλα δωμάτιο με αγωνία! Είδε τότε το μικρό της ξαπλωμένο στο πάτωμα, να το έχει πάρει ο ύπνος από την κούραση! Έβαλε τα κλάματα! Έκλαψε, έκλαψε… όσο απόκαμε.
Η μεγάλη απόφαση
Θυμήθηκε τότε τα λόγια του άντρα της! “Τούρκα, ε, τούρκα!”, της είχε πεί! Και εκεί πήρε την μεγάλη απόφαση! Θα φύγει για την Αθήνα! Έγραψε στα αδέρφια της στην Αθήνα για να πάρει την γνώμη τους. Της απάντησαν θετικά.
Κατέστρωσε το σχέδιό της. θα πουλούσε σιγά σιγά όλα τα ζώα της, και θα μάζευε τα χρήματα! Θα έκανε και οικονομία γερή και θα τα κατάφερνε.
Με το πρόσχημα ότι κουράστηκε άρχισε σιγά σιγά να πουλάει τις αγελάδες και τα μοσχάρια. Καλοθρεμμένα έπιαναν καλά λεφτά. Προχώρησε με τις κατσίκες, τα πρόβατα, τα χοιρινά… ώσπου δεν είχε τίποτα! Είχε μαζέψει όμως αρκετά χρήματα για να ξεκινήσει την νέα της ζωή στην Αθήνα μαζί με τα παιδιά της.
Τό ‘πε και το ‘καμε! Της βρήκαν σπίτι, της βρήκαν δουλειά, και από τη μια μέρα στην άλλη βρέθηκε να έχει εγκατασταθεί στην Αθήνα.
Το τελευταίο της ταξίδι
Χρόνια και χρόνια πάλευε για τα παιδιά της, κι ύστερα για τα εγγόνια της! Μαζεύονταν στο σπίτι της και εκείνη έκλαιγε από χαρά! Τους έβαζε όλους στη σειρά για να τους μοιράσει το χαρτζιλίκι τους, να τους μοιράσει τα δώρα τους, να τους μοιράσει τα καλούδια που είχε φέρει ο άντρας της από το χωριό, καθ ότι χρυσοκουβαλητής και αυτός.
Παντρεύτηκαν όλα. Πήγαν στα σπίτια τους, έκαναν τις οικογένειές τους. Τα χρόνια περνούσαν, βγήκε στη σύνταξη.
Ακόμα πάλευε για όλη της την οικογένεια. Παιδιά, εγγόνια, νιφάδες. Όλοι ήταν στο μυαλό της. Κανέναν δεν ξεχώριζε. Πάλευε, λές και ήθελε να εξιλεώσει τη Μάνα την “τούρκα”, απέναντι στα παιδιά της. Πάλευε λες και θα γυρνούσε το χρόνο πίσω, για να διαγράψει την Μάνα την “τούρκα”, από την ζωή των παιδιών της.
Πάλευε μέχρι και τ’ απομεσήμερο μιας μέρας του Μαγιού του 2015. Ξαπλωμένη, εκεί στο κρεβάτι του πόνου, έψαχνε με τα μάτια της να βρει και να αγκαλιάσει τα παιδιά της και τα εγγόνια της. Άδικα, όμως. Μα το στερνοπούλι της ήταν εκεί! Μόνο το στερνοπούλι της ήταν εκεί να της κρατήσει και να της χαϊδέψει το χέρι, καθώς η ψυχούλα της ξεκίνησε το μεγάλο ταξίδι στην γειτονιά των Αγγέλων…
Έφυγε με παράπονο; Έφυγε ικανοποιημένη ότι έκανε τα πάντα για τα παιδιά της; Κανείς δεν ξέρει. Κανείς δεν θα μάθει ποτέ. Ούτε και το στερνοπούλι της, που χρόνια ήταν κοντά της. Το μόνο που του έμεινε, το τελευταίο σφίξιμο από το χεράκι της και η νοερή ευχή της.
Κι όταν συνειδητοποίησε, ότι η μάνα του πέταξε στον ουρανό, κοίταξε ψηλά και ψέλλισε: Που είσαι μάνα μου; Κι ένα δάκρυ κύλισέ στα μάγουλά του…
Όχι, δεν ήταν Τούρκα αυτή η Μάνα. Μια αυθεντική Μανιάτισσα ήταν!
Πόσο μου λείπεις!
Αυθεντικό, βγαλμένο από την αλήθεια και την ψυχή.