“Την Τυνδαρίδα Ελένη
την είδα την ευώλενη,
από τη Σπάρτη στο Μυστρά
και στον καιρού τα σείστρα.
Κι ηύρα τον κόσμο σκήτη,
και μ’ ηύρε ο κόσμος ποιητή.
Η Ελένη της Σπάρτης είναι η ανάγνωση του ωραίου. Είναι η βίβλος γενέσεως και η βίβλος μελέτης του κόσμου, της φύσης, και των ανθρώπων.
Εκείνοι που την είδαν και την ακούσανε, και οι άλλοι που την εκάλεσαν και την εψηλαφήσαν, εγέννησαν την κόρη που της μοιάζει. Και με το φιλί που της πήρανε, από τα μεσάνυχτα ως τη χαραυγή, ή πιάνε το αθάνατο νερό.
Έτσι την είδε, για παράδειγμα, ο Αλβέρτος Αϊνστάιν*. Και καβάλησε την αχτίνα του άστρου, για να χυθεί στο άπειρο. Με ταχύτητα κίνησης εκατό φορές την απόσταση Αθήνας Λονδίνου στο δευτερόλεπτο.
Έτσι την εδάγκωσε μηλόστομη ένα πρωί ο Νεύτων. Και εζύγισε το πολύτιμο φορτίο που έχει. Εμέτρησε την ουράνια έλξη της με τη δύναμη της χρυσής αλυσίδας που δένει τους πλανήτες, τα άστρα, και τους γαλαξίες. Για να στέκουνται στο κενό χορευτικά, και να μη γκρεμίζουνται στο χάος ανηγεμόνευτα.
Έτσι βαθιά στα μάτια την εκοίταξαν ο Ράδερφορντ, ο Λεύκιππος, ο Μπορ. Και μέσα στα σωθικά της ύλης αποκάλυψαν την Ίριδα του πόθου της. Καθώς την αντίκρυ-σαν να πηδάει από τη μία στοιβάδα στην άλλη με τη λυγεράδα των φωτονίων.
Έτσι εχάιδεψε νωχελική και λαλέουσα τη μεταμόρφωση του κορμιού της ο Αναξίμανδρος και ο Δαρβίνος. Το φωτερό της σείσμα μέσα στο σκοτάδι της κοσμικής λήθης τους οδήγησε και εχάραξαν το δρόμο της γένεσης και του θανάτου των όντων. Αποκρυπτογράφησαν το χαμένο χρόνο, και αναστύλωσαν την καταγωγή των ειδών.
Έτσι ο Φρόυντ και ο Σοφοκλής διηύθυναν τη μουσική, τις συμφωνίες, και τις ζυγιές τα όργανα στα όνειρα του ύπνου της. Και τα βαφτίσανε αναστενάρηδες στη θράκα και πυρίχιο χορό, οργασμό του σύμπαντος, και θάνατο και λιβιδώ.
Έτσι αψηλοκοίταξε από μακρυά ο Έβερεστ τα βυζάκια της. Ανθισμένα στη λευκή παγωνιά των κορυφών, και στην πυρή καταλαμπή της θύελλας. Και εμέτρησε με τις πευκοβελόνες το μπόι της γης.
Έτσι ο Φρειδερίκος Νίτσε, στις αρχές του αγνού Ιανουαρίου, απομαγνήτισε την τρέλα της, την προσκυνητή και την πάνσεπτη. Και από τότε ο καημός του πλοηγεί τη γνώση μας στο μεγάλο κινδυνώνα.
Γιατί η Ελένη της Σπάρτης είναι το πρώτο και το μέγα γιατί. Είναι το πότε και το πού, που ξεκινούν από το παντού και το πάντα, και τελειώνουν στο πουθενά και στο ποτέ.
Αυτή με το βελούδο του χεριού της ακραγγίζει το αδυσώπητο πέλμα του πάνθηρα. Όταν ορμάει και διαδίνεται στις σαβάνες με τη βία της σιγής και της φήμης. Όσο να προφτάξει τον ιπτάμενο τρόμο της δορκάδας, και να σπάσει σφοδρά τον τράχηλο της. Και εξαντλημένος ύστερα να σταθεί να τη βλέπει χαυνωμένα, όσο να ξεψυχήσει.
Η Ελένη και η αχόρταγη γνώμη της, με την πεθυμιά που σέρνει ξωπίσω της την ουρά των κομητών και των υδάτων, ανοίγει τη σκοτεινή ενοχή της Κλυταιμνήστρας στο νυχτοπάτη φαλλό, τον κλέφτη. Και δεν ησυχάζει τη λάβρα της, παρά σαν καταπιεί όλες τις θάλασσες του Αισχύλου. Όταν εξαντλήσει το βαθύ χρώμα της πορφύρας στην κόψη του σπαθιού του Ορέστη.
Περνά η Ελένη, και πέρα μακρυά διαβαίνουν οι καταιγίδες της τροπόσφαιρας. Η λάβα των ηφαιστείων της περιλιθώνει το μανδύα των πετρωμάτων της γης. Οι ήρωες και οι πιστοί της εξορύσσουν τα ψήγματα της ανθρώπινης μοίρας από τα σπλάχνα των κρατήρων και τα έγκατα των ανοίξεων.
Και η διχαλωτή αστραπή της σπάζει τα μάτια των ανθρώπων σε χίλια κομμάτια εβένου. Μπροστά στις πύλες της Θήβας και στα Διρκαία ρείθρα.
Αχ! ποιος κορυδαλλός ετραγούδησε την Ελένη με την περιπάθεια του Ρωμαίου στη Βερόνα. Ποιος νηπενθής εθρήνησε την αιτία της με το θρήνο του πρίγκιπα Άμλετ μέσα στο χαντάκι του τάφου. Ποια δρόσος κατασκήνωσε μαζί της στο καμίνι της Ναστάσιας Φιλίπποβνας. Με τη φωτιά σαράντα πήχες ψήλος.
Όποιος την ερώτησε καταμεσής στη ρούγα του χωριού «-Μα ποιος είναι μπροστά μου ο νεκρός;» υποθήκεψε την ύπαρξη του με τη φρικτή της απόκριση: «- Της μάνας σου ο γιος.»(1)
Και όσοι, στα λυχνανάμματα, αγγίξανε την παρυφή του ρούχου της, λίγο πριν ξημερώσει ψιθύρισαν αχνά την ευχή της αρχαίας αποτροπής: «- Ω που να μην είχα γεννηθεί!»(1).
Όλα του λόγου μας, και τα άλλα και τα πολλά, λαλούν ανεκλάλητα την Ελένη. Και λογαριάζουνται λύτρα στη λάμψη της, και λιτρίδια στον ήλιο.
Όλα δηλώνουν τα δέματα και τα δώρα της, και τα αδρά της δοσίματα. Και με δίχως το δράμα της, ουδείς δικαστής θα δυνότανε να δικαιώσει το μηδέν και το δεν, που αδιάκοπα μας δένουν στη δίνη και στο δαρμό του δίκιου τους.
Στα όρη το συνετό φεγγάρι φωτίζει τα σφυρά της. Στους κάμπους πιασμένη χέρι χέρι με την άνοιξη διαβαίνει η προσδοκία της. Στις θάλασσες οι σπασμοί και ο ιχώρας της σπιθίζουν την κόψη των κυμάτων με το μενεξεδένιο ιώδιο του μυχού των μηρών της. Στα δερβένια και στα περάσματα η αλκυονίδα μέρα του χιτώνα της κατασταίνει το χειμώνα ελάχιστο.
Η Ελένη που πλάσανε οι έλληνες καθρεφτίζει την εμορφιά του θεού. Είναι ο νους και ο νόμος της φύσης. Σαρκώνει το δαχτυλικό αποτύπωμα της προέλασης των ωρών. Αντιδονεί το δόνακα της φωνής των φαινομένων. Κάτω εκεί στους καλαμιώνες του ποταμού Ευρώτα, το αγνό σπέρμα του Δία εχύθηκε στην αγνή γαστέρα της Λήδας. Και ο καιρός έφερε στο φως την Ελένη. Καταγγελία και μήνυση της εμορφιάς και της λύπης του κόσμου.
Όλοι την τραγουδούν και όλοι τη συμπαλεύουν. Αλλά ποτέ δε φτάνουν να την τελειώσουν. Ο Όμηρος και ο Στησίχορος, ο Ευριπίδης και ο Πλάτων, ο Γοργίας, ο Γκαίτε και ο Σολωμός(2).
Όλοι την τραγουδούν και όλοι τη συμπαλεύουν. Κι όλους τους διαλύνει με τη λύρα και με τη λάμψη της. Τον Υάκινθο και τον Ιάλεμο, το Ληναίο και το Λίνο, το Φάνητα και το Φανία, εσένα κι εμένα. Θα μένουμε, όσο μένει. Να τραγουδάμε το τραγούδι της.
Στους δρόμους που γκιζέριζα,
καθώς γιουδαίοι και ατσίγγανοι,
ό,τι έσπερνες εθέριζα,
αβαγιανούς και ρίγανη.
Έστρωνες το κρεβάτι μου
στα χέρια σου και στα σπαθιά,
κι έγερνα εγώ και τ’ άτι μου,
βαθύζωνη κι αλοταριά.”
Δημήτρης Λιαντίνης
από το βιβλίο του: ΓΚΕΜΜΑ, (μ), Η Ελένη της Σπάρτης
Εικόνες: από το www.liantinis.org