Να γίνεις δασάρχης
Ήταν η επιθυμία του παππού, η ευχή του: Να γίνω «δασάρχης»! Μου έλεγε συμβουλευτικά: «Όταν μεγαλώσεις να γίνεις δασάρχης. Να τιμάς τη φύση με το επάγγελμά σου, και να την προστατεύεις με το αξίωμά σου». Θεωρούσε τιμή να διοικείς τον τόπο προστατεύοντας τη

φύση, κι είχε σε μεγάλη υπόληψη την ιδιότητα του δασικού υπαλλήλου˙ η οποία, στη δική του σκέψη λογίζονταν ως λειτούργημα, καθότι ήταν μεγάλο πράγμα γι’ αυτόν να υπηρετείς τη φύση!
Η δασική αποστολή
Η αντίληψη του υπαίθριου ανθρώπου
Ο ρόλος του δασάρχη
Κάπως έτσι, θαρρώ, έβλεπε ο παππούς τον δασάρχη (τον δασικό υπάλληλο) ως προς τον ρόλο του στη φύση. Ακριβώς, επειδή ως υπηρεσιακός λειτουργός και αφιερωμένος με αυτή του την ιδιότητα στο φυσικό αντικείμενο! Είχε την ευθύνη της διοίκησης του φυσικού χώρου, αλλά και την επιστημονική του διαχείριση. Εξέφραζε διά τούτο ευγνωμοσύνη προς το πρόσωπο του. Με την εμπιστοσύνη και την αποδοχή του ως καθοδηγητή και βασικού συντελεστή στο φυσικό γίγνεσθαι. Καθώς και με την, επιπροσθέτως, υπόρρητη, παράλληλη ή συμπληρωματική αν θέλετε, προσφορά με το έργο του στην κοινωνία, στον πολιτισμό και στην οικονομία του τόπου.
Ο δασάρχης στο χωριό
Θυμούμαι τον παππού ν’ αναφέρεται στον δασάρχη, που θα έρχονταν στο χωριό, κι ότι θα ήταν τιμή η παρουσία του εκεί. Ετοιμαζόταν το χωριό για τον ερχομό του, μαζεύονταν κόσμος στην πλατεία για τον υποδεχτούν και να συζητήσουν μαζί του. Δεν ήταν θαυμασμός ή εκστασιασμός προς την «αρχή του τόπου» τούτο που συνέβαινε. Δεν ήταν πράξη υποκλιτική αυτή της τοπικής κοινωνίας, κολακευτική ή ευλαβητική προς τη διοίκηση. Αλλά έκφραση ευγνωμοσύνης κι αποδοχής για το έργο και τις προσφορές της. Ο δασάρχης, ως εκπρόσωπος (ηγήτωρ) της δασικής υπηρεσίας ήταν, κατά το μάλλον ή ήττον, εν σύμβολο για την τοπική κοινωνία. Καθώς δι’ αυτού μπορούσε η κοινωνία αυτή να προσδιορίζεται λειτουργικά! κι όχι απλά επιβιωτικά, στο δύσκολο, όχι όμως δυστοπικό περιβάλλον όπου υφίστατο! Με τις δυνατότητες που ως υπηρεσία παρείχε −η μοναδική μάλλον παραγωγική υπηρεσία στα «ψηλά», με συνεργατική σχέση με την κοινωνία.
Ο πρακτικός και εν ενεργεία άνθρωπος
Είχε τη συγκρότηση του νοείν υπαιθρίως ο παππούς, το ν’ αντιλαμβάνεται δηλαδή τον περίγυρο με τη σοφία του πρακτικού και εν ενεργεία ανθρώπου σε αυτόν, του συμμέτοχου στο δημιουργικό σύμπαν. Έβλεπε, υπό αυτή την έννοια, τον δασάρχη ως ηγήτορα μιας υπηρεσίας που εξυπηρετεί τη λειτουργία του υπαίθριου χώρου, όχι μόνο σ’ ό,τι αφορά στην υποστήριξη της φύσης, αλλά και της κοινωνίας που ζει επί και διά αυτής. Ήταν λοιπόν για το ρόλο του πρόσωπο αξιοσέβαστο, που έχαιρε της εκτίμησης της τοπικής κοινωνίας. Δι’ αυτού εκφράζονταν η δασική υπηρεσία στην αποστολή της. Αναφερόμενος λοιπόν στον δασάρχη ο παππούς, αναφέρονταν στη δασική υπηρεσία ως προς το ρόλο της, ως προς τη διοίκησή της ως υπηρεσία της υπαίθρου.
Δασολόγος: ο επιστήμονας της φύσης
Μπορεί να μη γνώριζε την ιδιότητα του δασολόγου, ως επιστήμονα της φύσης, όμως το γεγονός ότι τον ξεχώριζε δήλωνε πως διαισθανόταν τη συγκρότηση του. Γνώριζε μολοντούτο καλά τη δασική υπηρεσία στη λειτουργία και το έργο της, και την τιμούσε στο πρόσωπο του ηγήτορά της. Την τιμούσε βασικά ως «αρχή του τόπου», τη μόνη κατά βάσιν υπηρεσία που «έφτανε» στα ορεινά κι εξυπηρετούσε την κοινωνία με τα έργα της, τις προσφορές της και τη διοίκησή της.
Την τιμούσε επιπροσθέτως για την αποστολή της σε σχέση με τη φύση. Διότι υποσυνειδήτως είχε την πεποίθηση πως αυτή η υπηρεσία υποστήριζε ουσιαστικά το φυσικό περιβάλλον. Στο οποίο η τοπική κοινωνία υφίστατο, έχοντας εκτός από την κοινωνική και οικονομική προσφορά στον τόπο, την περιβαλλοντική και την πολιτισμική. Αφού το περιβάλλον της κοινωνίας συγκροτούσε και συνέθετε τον πολιτισμό αυτής −πέρα από την επιβίωση της. Ένοιωθε η τοπική κοινωνία πως, προστατεύοντας η εν λόγω αρχή το περιβάλλον της, προστάτευε την ίδια στην λειτουργία της.
Λίγα λόγια για εμένα
Έγινα «δασάρχης» λοιπόν, όπως το ήθελε ο παππούς, όμως δηλώνομαι δασολόγος, με την πρόσθετη ιδιότητα του περιβαλλοντολόγου. Δεν το έκανα για την επιθυμία του παππού, αν και μπορώ να πω ότι με επηρέασε στην απόφαση μου! Αλλά γιατί το πεθυμούσα, καθώς κάτι εσώτερο μ’ έσπρωχνε στο να εκφραστώ στη φύση.