Άνθρωποι ξεχασμένοι
Εκεί σ’ απέραντους κάμπους, πράσινους, σε χωριουδάκια σκαρφαλωμένα στα κατσάβραχα, σε βουνά σε δάση σε ξεροπόταμους και πράσινα λιβάδια, ζεί αυτός. Εκεί όπου ξεδιπλώνεται με όλη την λαμπρότητά του το μεγαλείο του Θεού, εκεί ζει αυτός! Εκει ζει αυτός με την φαμελιά του, άνθρωπος αγνός, με παιδική ψυχή, απλή,δίχως κακίες και μίση! Δίχως την αμφιβολία του μέλλοντος, αφού ο ίδιος το χαράσσει! Μοναδικός του σκοπός είναι ν’ απολαύσει με τους δικούς του ανθρώπους το σήμερα, το παρόν, την όμορφη χαρά της ζωής!
Ο αγρότης μας
Ο άνθρωπος με το ηλιοψημένο πρόσωπο και τα ροζιασμένα χέρια, που τα έσκαψε βαθειά το μεροδούλι! Μητέρα του η γη! Την ποτίζει με τον ιδρώτα του και το δάκρυ του! Σ αυτήν λέει καλημέρα, καληνύχτα, σ’ αυτήν σκύβει και μαζεύει τους καρπούς της για να τραφεί. Είναι κόπος! Είναι και χαρά όμως ταυτόχρονα. Γέλιο και κλάμα! Ποιός ξέρει; Ισως αύριο να κρυώνει και να πεινά. Ζωή γεμάτη βάσανα. Μα αυτός πάντα με το χαμόγελο στα χείλη συνεχίζει. Ξέρει ότι η Μάνα Γη δεν θα τον αφήσει απροστάτευτο. Τον πόνο του τον κρύβει! Κανείς δεν τον ξέρει , δεν τον βλέπει! Ίσως να φώναξε, να παρακάλεσε, να φοβέρισε! Μα δεν βαρυέσαι… οι << μεγάλοι>>δεν καταλαβαίνουν από τέτοια. Γι αυτό και εκείνος συνεχίζει με τον ίδιο σκοπό!
Μεροδούλι, μεροφάϊ
Μεροδούλι , μεροφάι! Δουλειά και γλέντι! Ημέρες όμορφες χαρούμενες, μα και λυπημένες! Ημέρες που χαίρεται τον καρπό που του έδωσε η γη. Τότε αντηχεί, στην κοιμισμένη ακόμα φύση, εγερτήριο τραγούδι, το τραγούδι το γλυκό της χαράς και της ικανοποίησης! Ημέρες που βασιλεύειχαρά και αρμονία. Μα έρχονται ημέρες, που πεσμένος ανάμεσα στην κατεστραμμένη δημιουργία του, με το κεφάλι σκυμμένο, κλαίει για τους κόπους του. Για τα παιδιά του που πολλά βράδια θα γείρουν να κοιμηθούν πεινασμένα, χωρίς να έχουν ούτε ψωμί, για όλη την υπόλοιπη ζωή των! Πάντα ίδια η ζωή του! Ίδια σχεδόν απ’ όταν άρχισε! Και αρχίζει από ένα ασύλληπτο παρελθόν από άγνωστους ορίζοντες!
Στην ιστορία
Κάποτε οι κήποι του Αλκήνοου του βασιλιά των Φαιάκων, καθώς και του Λαέρτη ήταν περίφημοι! Ο Όμηρος γράφει γι αυτούς όμορφα, και ο Αριστοτέλης αποκαλύπτει υψηλές ιδέες γι’ αυτούς. Από τότε λοιπόν ζει ο άνθρωπος αυτός το ίδιο. Δεν ξέρω όμως γιατί η ζωή του αυτή, αναδίδει τέτοια γοητεία! Δεν συγκρίνω τις χάρες της με άλλες! Θέλω να την θαυμάζω ολομόναχη, έξω από κάθε σύγκριση. Είναι αυτή η απόλαυση του γαλάζιου του ουρανού και του πράσινου της γης. Αυτήν ζω χρόνια τώρα! Ζωή πλούσια σε βάσανα και χάρες!
Την νοσταλγούν στο σήμερα
Πολλοί άνθρωποι νοσταλγούν εκείνα τα σπιτάκια, τα κρυμμένα μέσα στις φυλλωσιές. Πολλοί θα ήθελαν να ανέβουν σε μια ψηλή κορυφή, και από εκεί, ενώ γύρω τους απλώνεται η μυρωδιά του θυμαριού, να θαυμάσουν το όμορφο ηλιοβασίλεμα! Και άλλοι ίσως θα ήθελαν ν’ απολαύσουν τα αναμαλλιασμένα δέντρα στη δύναμη του αέρα. Γι’ αυτό στέκεται κανείς διστακτικός και συλλογισμένος, και σκέπτεται πως να αποκαλέσει αυτόν τον άνθρωπο! Τον αγρότη μας! καλότυχον η κακότυχον;