Το τραγικό ήθος της Μάνης

Εγράψαμε κάποτε, παίρνοντας αφορμή, από το τραγικό ήθος της Μάνης! Ότι σ’ Αυτήν την περιοχή του Ελληνικού κόσμου! όπου όλα, και πάνω στην φύση κι επάνω στη ζωή είναι σκληρά και τυρρανισμένα! Οι άνθρωποι κληρονομάνε αυτή τη φοβερή τιμιότητα: Να θυμούνται! Και πρώτα πρώτα να θυμούνται, ότι ακούμπησε με το κρύο του χέρι ο μεγάλος οχτρός ο θάνατος.

Όχι βέβαια για χάρη του θανάτου, αλλά από αδάμαστη, από πεισματωμένη πίστη σε αυτούς που φύγανε. Σ’ εκείνους που νυχτώθηκαν στην κατουγής. Το μοιρολόγι είναι και αυτό μια μορφή της βεντέττας, είναι ο βαθύτερος γδικιωμός της καρδιάς, καθώς πολεμά να νικήσει το Χάρο, μιλώντας με κείνους που φύγανε!

Ο ηθικός δεσμός

Αυτός ο μεγάλος ηθικός δεσμός, του ζωντανού με τον πεθαμένο,δεν οφείλεται στον προσωπικό φόβο του θανάτου! Αλλά στον πόνο που προκαλεί με το χτύπημά του ο θάνατος στην καρδιά του ζωντανού. Εδημιούργησε δε μια ψυχική ετοιμότητα, έτοιμη να δώσει πλαστική μορφήσε κάθε ανθρώπινο πόνο. Δηλαδή έτοιμη να βάλει το μοιρολόγι στην εκφραστική υπηρεσία όλων των καταστάσεων που γίνονται από την συγκρότησή τους τραγικές. Άσχετα με το αν δεν είναι δικές μας, ατομικές μας.

Αυτοσχεδιασμός μοιρολογιού

Αναφέρουμε μια χαρακτηριστική περίπτωση αυτοσχεδιασμού μοιρολογιού, επάνω σε Ομηρικό θέμα. Και θα θέλαμε με την ίδια ευκαιρία, να προσθέσωμε κάτι το αξιοσημείωτο. Δείχνει ότι η Ομηρική ποίηση, όχι βέβαια με την λογία εμφάνισή της, αλλά σαν ένας παλιός μύθος, σαν μια πολεμική ηθογραφία το κατόρθωσε. Κατόρθωσε να φτάσει, χωρίς να ακολουθήσει τον δρόμο των σχολείων, που δεν υπήρχαν εκείνη την εποχή, ως τον Ελληνικό λαό του Εικοσιέννα. Στο τραγούδι του Δυρού, όπου οι  Μανιάτισσες, αντιμετωπίσανε στα 1826 την επιδρομή ενός τμήματος στρατού του Ιμπραήμ! Στην παραλιακή θέση Δυρός, ενώ οι άλλοι Μανιάτες, οι μάχιμοι, επολεμούσαν πάλι εναντίον του Ιμπραήμ στην Βέργα γίνεται η εξής περιγραφή! Με τα ολωσδιόλου ιδιάζοντα μέτρα του Μανιάτικου τραγουδιού, που δεν θυμίζουν καθόλου τ’ άλλα δημοτικά τραγούδια:

Στο ρημοκλήσι του Δυρού λειτούργα ο πρωτοσσύγγελος, και τ’ άχραντα μυστήρια έφερνε στο κεφάαλι του, ψάλλοντας το Χερουβικό.

Μ’ άξαφνα και ανέλπιστα Τούρκοι τον περιλάβανε, κι έλαβε μόνο τον καιρό, και σήκωσε τα χέρια του.

Κι είπεκε Παντοδύναμε, δυνάμωσε τους Χριστιανούς, τύφλωσε τους Αγαρινούς τη μέρα τη σημερινή.

Μα οι άντρες όλοι ελείπασι, ήταν στη Βέργα τ’ Αλμυρού, όπου τρωάδα ο πόλεμος, επάηνε δυο μερόνυχτα.

Τρωάδα ”σαν συνώνυμο σκληρού πολέμου”

Αυτή η τόσο απλή, η τόσο αυθόρμητη παρεμβολή του ιστορικού ονόματος, σ’ ένα επεισόδιο μάχης, φανερώνει ότι η λέξη ”Τρωάδα”, σαν ένα συνώνυμο σκληρού πολέμου, ζούσε πάντα, σαν να διαβιβαζότανε από την μια γενιά στην άλλη, με το αίμα τους. Όσο για το Ομηρικό θέμα, που έγινε μοιρολόγι σύγχρονο, με την τραγικότητά του, είναι το κλάμα της Ανδρομάχης, επάνω στο νεκρό του Έκτορα.

Ανδρομάχη και Μανιάτισσα

Αυτό τον περίφημο θρήνο, της τραγικής γυναίκας του πρώτου καπετάνιου της Τροίας, τον αφηγήθηκαν σε μια Μανιάτισσα. Για να ιδούν πως θα τον δεχτεί η συγκίνησή της! Κι αν θα μπορέσει να του δώσει δική της έκφραση! Με την οικειότητα του τραγικού που είχε μέσα στην ψυχή της όπως την έχουν όλες οι Μανιάτισσες που κρατάνε ακόμη την παράδοση του μοιρολογιού, εμπήκε αμέσως στο νόημα. Κι έκαμε ένα μοιρολόϊ επίσης περίφημο, που δεν είναι καθόλου ανευλάβεια να το τοποθετήσωμεν δίπλα στο Ομηρικό.

Το Μανιάτικο μοιρολόϊ για τον Έκτορα

Κορώνα μου βασιλική, όπου στο άνθος της ζωής, φεύγεις και πας στην κάτου γη, και μένα αφήνεις μοναχή.

Χήρα και κακορίζικη, με το μωρό στην αγκαλιά, όπου σε σένα γέννησα, και θάναι η μοίρα του κακιά.

Γιατί η πόλη θα χαθεί, και όλη θα αφανιστεί, τριχού προφτάσει ν’ αντριωθεί και το σπαθί σου να ζουστεί.

Τώρα που χάθηκες εσύ, ο φύλακας κι ο βασιλιάς, που εσωζες γέρους και παιδιά, και τις γυναίκες χωριστά.

Για συλλογίσου του καλά, σαν κάμει γιούρια και κοντά, τ’ ασκέρι πού ‘ρθε από μακριά.

Και δέκα χρόνια κλειδωτά, μας πολεμά θανατικά, απ’ όξω από την πόρτα μας.

Σαν πέσουσι τα κάστρα μας, σκλάβα και δούλα θα πιαστού, με τις γυναίκες του σπιτιού.

Και εκεί στα ξένα θα βιαστού, κορώνα μου να σ΄αρνηθού, που να μην ήθε γεννηθού.

Και εσύ φωστήρα μου χρυσέ, και θρόνε μου βασιλικέ, μαζί με τον πατέρα σου, χάνεις τον κόσμο τον ντουνιά.

Και η θα σε πάρου εγω μαζί, στην φτώχεια και στην ξενητειά, να κάνης δουλικές δουλειές, σε κύρη και σ’ αφεντικό.

Τύραννο και σκληρόκαρδο, η θα πιαστείς απ’ τον οχτρό, κι από το πόδι στο γκρεμό, κάτω από το φρούριο, θα σε πετάξει σα σκυλί, και θα κρεπάρεις σα γυαλί.

Κορώνα μου βασιλική, άκου το κι ακρομάσου το, πως κλαίει όλος ο λαός τον εδικόνε σου χαμό, με τους γονιάτες μας μαζί, όλοι απαρηγόρητοι.

Μα πιο πολύ κλαίου εγώ, που δεν μ’ αξίωσε ο Θεός, άρρωστο στο κρεβάτι σου, κορώνα μου να βοηθού, και δίπλα σου να ξαγρυπνού.

Κι ένα σου λόγο γνωστικό, να πάρω από το στόμα σου,για να τον έχου οδηγό, μέρα και νύχτα στη ζωή, που θα παλέψου μοναχή, χώρια σου σε ξένη γη.

Άλλες Μανιάτισσες ” Ανδρομάχες”

Ύστερα από την Μανιάτισσα Ανδρομάχη, άλλες Μανιάτισσες, εμοιρολόγησαν, με τον ίδιο τρόπο τον Έκτορα, μπαίνοντας μέσα στους ρόλους της Εκάβης και της Ελένης για να δώσουν την δική τους συγκίνηση.

Κι είχατε την εντύπωση , με την αίσθηση της αρχαίας τραγικότητας που έρχεται από τον Όμηρο! Και με τον τόνο της σημερινής όπως τον έδιναν  οι τραγικές γυναίκες της Μάνης! Ότι αυτοί οι δύο θρήνοι, ήσαν κοντά – κοντά, γιατί ερμήνευαν κ οι δυο ανάλογες ανθρώπινες καταστάσεις.

Για αυτούς που φύγαν νωρίς απ’ την ζωή

Αξίζει επίσης ν’ αναφερθούν ορισμένες ποιητικές εκφράσεις, ασύγκριτα τρυφερές, για τους άντρες, που πέθαναν από φυσικό θάνατο, η σκοτώνονται, και για τους νέους, αγόρια η κορίτσια, που φεύγουν πριν την ώρα τους από την ζωή.

Στους χίλιους ήλιος έφεγγε, στους μύριους σαν φεγγάρι, που πας καστέλι να κρυφτής, κάστρο να ξεχειμάσεις;

Που πας διαμάντι να κρυφτείς, μάλαμα να σγουριάσεις; και κίτρινο γαρύφαλλο, να κιτρινοφυλλιάσεις;

Άπιαστε πως επιάστηκες, κι άγριε πως μερώθεις; και κάστρο απαράδοτο, πως επαραδώθεις;

Μήγαρι βέργα χάσαμε, μήγαρι δαχτυλίδι, χάσαμ’ οκάδες μάλαμα, οκάδες τζοβαϊρι.

Η μάνα μοιρολογά την κόρη

Ξύπνα διαμάντι και ρουμπί, κι αφρέ του μαλαμά του, κι έχω δυο λόγια να σου πω, του παραπονεμά του.

Για τον θάνατο μονάκριβου παιδιού 

του μοναδικού μέσα σε ολόκληρην την οικογένεια.

Ξεθύμανεν η άμπαρη, κι έσπασε τ’ αλαμπάστρο, μικρό κανόνι κρέπαρε, μα ξαρματώθη κάστρο.

Όλα αυτά τα δίστιχα, και τα τεράστιχα, χαρακτηρίζονται, από μια πυκνότητα του τραγικού αισθήματος, τόσο έντονη, που να βάζουν τα μοιρολόγια, ορισμένα τουλάχιστον  Μανιάτικα, παραπάνου, από όλα τα δημοτικά μας τραγούδια.

Γ. Φτέρης – Τσιμπιδάρος

Φάρος της Λακωνίας 1957

φωτογραφία omorfimani.gr

 

 

Αφήστε μια απάντηση