Η εκλογή του Βουλευτή στη Λακωνία
Παλαιότερα, εις την Λακωνία, για να εκλεγεί κάποιος Βουλευτής, έπρεπε να είναι από μεγάλο τζάκι. Αλλά δεν ήταν το μοναδικό προαπαιτούμενο. Έπρεπε να γκρεμοτζακίζεται διαρκώς για να ικανοποιεί τις ανάγκες των φίλων του, διαφορετικά τον άφηναν στα κρύα του λουτρού. Αυτό έπαθε κάποτε και ο πολιτευτής της Μάνης Γεώργιος Πετροπουλάκης, άσσος των υποψηφίων και άφθαστος στα διάφορα τερτίπια.
Ένας κουμπάρος του, κομματάρχης, έγινε φανατικός εχθρός του, και θα του έτρωγε το μάτι. Αλλά ευτυχώς παραμονές των εκλογών, πέθανε ο κουμπάρος. Έμειναν όμως ζωντανοί οι συγγενείς και φίλοι, οι οποίοι όμως, εκτελούντες τις εντολές του μακαρίτη, θα έκαναν το καθήκον τους χάρις στην μνήμη του αειμνήστου.
Αλλά ο πονηρός υποψήφιος εσκέφτηκε τι έπρεπε να κάμει. Την ημέρα που εγένοντο τα εννιάμερα του μακαρίτη, έφθασε στο χωριό και από μακριά έβαλε τις φωνές: ” Αδέρφι, Αδέρφι”. Σιγή απόλυτη στους παρευρισκόμενους. Ο Βουλευτής μας κάθεται χάμω, αρχίζει τα κλάματα, και σκορπάει ένα περιπαθές μοιρολόγι! Χάρις εις το οποίο οι εχθροί γινήκαν φίλοι, και κέρδισε με πενήντα ψήφους τις εκλογές, εκεί που θα τον μαύριζαν αν ζούσε ο μακαρίτης.
Η μοιρολογίστρα στον υποψήφιον
Για να γυρίσου και να ιδού, ποίοι είναι τούτοι που ‘ρθασι,
από τα Μαλευριάνικα. Κι εκάτσασι τρουγύρου μας,
τα μάτια τους σπογγίζοντας. Κι εβάλασι σκληρή φωνή,
όντε μας αγναντέψασι. Του Λεωνίδα ο πρώτος γιός,
τι να γυρεύει κι ήρθε εδώ, να μη ζυγώνει η γιεκλογή,
κι ήρθε τους ψήφους να ζητεί; Που να κοπεί το χέρι του,
όποιος του δώσει το κουκί, κατά την άσπρη την μεριά!
Σήκου και φύγε από πα, στη Σπείρα κατηφόρησε,
εκεί μες’ τα Μελιάνικα, να πάρεις ψήφους περισσούς,
για να βγης ασπροπρόσωπος. Τους έπαιρνες ένα καιρό,
όλους τους ψήφους που ‘ναι δω, επά στο Δημαρίστικο.
Τους έπαιρνες παπουδικά, και τώρα τους επέταξες.
Από τα τώρα κι ύστερα, δε θάχεις ψήφο ούτε ένανε
επά στα Μαλευριάνικα….
Απάντηση του υποψηφίου
” Εδώ καράβι βούλιαξε, με τ’ ασημένια ξάρτια του,
πούχε μεταξωτά πανιά, και τ’ αλμπουρά του τα χρυσά.
Πολύ θαυμάζω κι απορώ, πως με μπουνάτσα σιγαλή,
εβύθισε και πνίγηκε, ετούτο το ντελίνι μου.
Άκου κουμπάρε Σολομέ, ξύπνα κι ανακεφάλισε,
πο ‘χω δυο λόγια να σου πω, σήμερα που ‘ρθα στο χωριό,
κι εδώ με σκυλοβρίσανε. Εγώ κουμπάρα Σταυριανή,
ήρθα στο Δημαρίστικο, όχι για ψήφους να ζητώ,
μον’ ήρθα για το Σολομό, οπού τον είχα αδερφό!
Δεν τον απόχτησα εγώ, τον ηύρα από του πάπου μου.
Κι είναι το δίκιο μου πολύ, να κλάψω όπως κλαις και εσύ,
και όλοι του οι συγγενείς…..”
Ετότε ο γέρος του χωριού
Ετότε ο γέρος του χωριού, ο Κάρλες αποκρίθηκε:
” Σώνει τε πλέο τα κλάμματα, γιατί εζεμαϊτηστήκαμε.
Έτσι το θέλησε ο Θεός, κι επήρεκε το Σολομό,
Για να ‘ρθη ο Γιώργης στο χωριό, να χύση την πικρή χολή,
να διασκεδάσει το κακό, και να μονοιάσει το χωριό,
να γίνει όπως ήτανε, πάντοτε και παντοτεινά.
Κι εκεί που ‘ριχνε τα κουκιά, σε περασμένες εκλογές,
να ρίξει και την τωρινή, κατά την άσπρη τη μεριά,
κι ο Γιώργης που ‘ρθε στο χωριό, κι όλους μας ετίμησε,
να φύγει ασπροπρόσωπος, πως έφευγε παντοτεινά”.