”Ασκύφου. Αυγούστου 21, 1866

Η Επαναστατική Σύναξη αποφασίσαμε

ΕΝΩΣΗ Η ΘΑΝΑΤΟ

Και την απόφασή μας αυτή θα την κάνουνε ν’ αληθέψη, η δύναμη του Κρητικού λαού, ο πατριωτισμός των αδερφών μας των Ελλήνων, η Φιλελευθερία των Φιλελλήνων και η προστασία του Παντοδύναμου Θεού”.

Ο Θούριος της Κρήτης

Το άγαλμα της Νίκης, φιλοτεχνημένο από τον Μανιάτη γλύπτη Πέτρο Γεωργαρίου, τοποθετημένο στην Ασή- Γωνιά στην Κρήτη

Αυτήν την απόφαση της Επαναστατικής επιτροής στα 1866, την έκαμε ο κρητικός λαός Θούριο και την τραγουδούσε α’ άκρη σ’ άκρη του νησιού του. Δε βαστούσε πια η ψυχή του, το χαλασμό και την ερήμωση, τις ταπεινώσεις και το ξεσπίτωμα. Βρόντηξε το καριοφίλι του λυτρωμού, κι η Κρήτη σείστηκε απ’ άκρη σ’ άκρη, σα ν’ άκουγε τη σάλπιγγα του Αρχαγγέλου. Και την βροντή εκείνη του ξεσηκωμού, που την διαλάλησαν τα κορφοβούνια και τα φαράγγια της, την πήρε το κύμα και την εσκόρπισε στα πέρατα της γης. Κι έφτασε παντού, γιατί ήταν η δύναμη ενός λαού, που πήρε την απόφαση να ζήση ή να πεθάνη.

………………………………………………………………………………………………………..

Το κύμα σαν πιο κοντά, έφερε τη βροντή του Σηκωμού στ’ ακρογιάλια της Μάνης! Και η φλόγα του Αρκαδιού, αντιφέγγισε ζωηρά στα κορφοβούνια του Ταϋγέτου. Εκείνη τη στιγμή, ένας γέρος ασπρομάλλης, ίδιος χιονισμένος Ταϋγετος, ο γέρο- Δημήτρης Πετροπουλάκης με στήθος κόσκινο από τις λαβωματιές, σιγοτραγουδούσε: ”Σκλάβα γω ποτέ δεν ήμουν, μα τον άλλων τη σκλαβιά, σαν δική μου τηνε νοιώθω, και ορμώ μεσ’ τη φωτιά” 

Το μήνυμα από την Κρήτη

Στην κατάλληλη τούτη στιγμή του ήρθε το μήνυμα από την Κρήτη. Θυμήθηκε το 1667. Ήταν και τότε πόλεμος του Κρητικού λαού. Οι προσπαπούδες του Μανιάτες, κουρσάροι τότε, ήταν ο φόβος και ο τρόμος του τουρκικού ναυτικού. Μια νύχτα μάλιστα, μπήκαν ανάμεσα στα τουρκικά καράβια που πολιορκούσαν την Κρήτη, και έβαλαν φωτιά κάτω από τα κανόνια του μεγάλου Βεζύρη. Κι ο Κιουπρουλής, για να γλυτώση από αυτούς, έστειλε τον Χασάν Μπαμπά να καταστρέψει την πατρίδα τους.

Μπήκε στον πύργο, και αποφάσισε με την γεροντική να πολεμήσουν εθελοντές στην Κρήτη. Υψώθηκε αμέσως το μπαϊράκι στον πύργο, και το λιγόλογο μήνυμα σε όλη την Μάνη, ακούστηκε σαν βροντή! ” Όποιος αγαπά την πατρίδα, και είναι μαζί μου, τώρα θα το δείξη”.

Εξακόσιοι Μανιάτες μαζεύτηκαν γύρω του, αφήνοντας τις φαμελιές τους, χωράφια και ζώα. Ο αδελφός του Μιχάλης, ο γιός του Λεωνίδας, ο εγγονός του Γιώργης , κι άλλοι έξι ακόμα από την γενιά του, στάθηκαν σιμά του. Κοντά του και ο καλογερόπαπας, ο Βησαρίωνας, για να ψέλνει κάθε πρωί τη λειτουργία, το δεξί χέρι του γέρου. Και έγραψε ο φιλέλληνας Σκίννερ, για τον γέρο- Δημήτρη Πετροπουλάκη! ” Όταν έχω μαζί μου το Βησαρίωνα δεν φοβούμαι τίποτα”. Μπαρκαρίστηκαν με το << Πανελλήνιο>> και την <<Υδρα>>. Οι Κρητικοί τους υπεδέχτηκαν με ντουφεκιές και με χαρά χαιρέτησαν τα μπαϊράκια. Κοντά σε αυτούς ήρθαν και άλλοι με το << Αρκάδι>> με αρχηγό τους τον Κοσονάκο. Κι όλοι αυτοί πολεμούν με πείσμα. 

Το γράμμα του Γ. Κοζομπόλη στον αδερφό του

Ένα γράμμα πολεμιστή , του Γ. Κοζομπόλη, σταλμένο στον αδερφό του στη Μάνη, είναι πολύ χαρακτηριστικό.

<< Εν Μύλω της Μονής Κυράς την 7ην Μαϊου 1867

Με την δύναμιν του Θεού είμεθα όλοι καλά. Το αυτώ επιθυμώ και δι υμάς. Έχω ολίγας ημέρας, όπου βρίσκομαι πλησίον του Κοσονάκου, και απερνούμεν καλά. Εις την θέσιν όπου ευρισκόμεθα, εφτιάσαμε ταμπούρια,, και περιμένομεν τον εχθρόν να έλθη. Αλλά φοβούμεθα μήπως δεν έλθη, διότι άν έλθη, θα φύγει με μεγάλην ζημίαν, και ίσως αν δεν έλθη, πάμε εμείς. Δέκα λεπτά μακριά είναι ο Δημητρακαράκος, δηλαδή, εις την μονήν της Κυράς. Και εδώ όπου εμείς εδρεύομεν, είναι εις παλαιόμυλος. Δια τούτο ονομάζεται και Μύλος της Κυράς. Όλοι οι Κρήτες είναι πρόθυμοι, και ελπίζομεν να φέρωμεν αίσιο αποτέλεσμα. Καθημερινώς συλλαμβάνομεν Τούρκους αιχμαλώτους από διάφορα χωρία. Οι Τούρκοι, όσοι ήσαν στα χωρία, επήγαν εις τα φρούρια. Προχθές δεκαέντε στρατιώτες δικοί μας εις ένα χωρίον, συνεπλάκησαν με είκοσι οχτώ Οθωμανούς. Σκότωσαν τους οχτώ, ουδείς δικός μας έπαθε κάτι.

Επίσης έξι Σολωμιάνοι, ο Πατρικαρέας, και ο Μπαθρελάκος, έπιασαν τέσσερις Οθωμανούς και τους ηχμαλώτισαν. Βόδια και άλλα πολλά επήραμεν. Τα λάδια τα εγκατέλειψαν και είναι εις χείρας μας. Τέλος πάντων αδερφέ μου απερνούμεν καλά. Περιμένομεν τον αρχηγόν Κόρακα σήμερα αύριον. Την Ττετράδην έκαμε έναν πόλεμον με τον Πετροουλάκην και εφόνευσαν περί τους εκατό Τούρκους.

……………………………………………………………………………………..

Τέλος πάντων! Ελπίζομεν εις τον Θεόν και είμεθα ευτυχείς. Μέγαν φόβον έλαβον οι Τούρκοι, άμα έμαθον ότι ήλθαμε. Δύο ώρας μακρά, είναι το Καστέλλι. Εκεί εχώθησαν όλοι και μας άφησαν κυρίους στα χωρία. Πουθενά Τούρκος δεν ακούγεται.

Σε ασπάζομαι ο αδελφός σου Γ. Κοζομπόλης ανθυπασπιστής πεζικού>>

Το τραγούδι

Και σαν να μην έφταναν αυτοί κοντά τους ήρθαν και άλλοι. Ο Γέρος άφησε το γιό του Λεωνίδα γι αρχηγό, κατέβηκε στο Γύθειο, μάζεψε χίλιους και δυό κανόνια και με την << Ένωση>> τους έστειλε στην Κρήτη.

Η τιμή δεν ανήκει σε κανέναν μοναχό, αλλά ανήκει σε όλους! Μαζί με το Γέρο , τον άσπρο Ταϋγετο, έγιναν τραγούδι:

αϊδός

<<Πουλιά μ’ που πέτεσθε ψηλά, καλά μου χελιδόνια

π’ ερχούστε απ’ την Αραπιά, απ’ τον ζεστό τον τόπο

μην τύχη κ’ εδιαβήκατε κοντά κι από την Κρήτη;

Τι κάνουνε τ’ αδέρφια μας, τι κάνουν οι Μανιάτες;

Που στέκονται, που πολεμούν και που να λιμεριάζουν;

Απάντηση

Βοριάς σκληρός εφύσαγε, μουδιάσαν τα φτερά μας,

κι εκατεβήκαμε ψηλά, σ’ ένα βουνό μεγάλο,

λίγο να ξεμουδιάσομε, στο σουβλερό Λασήθι.

Κι εκεί που απαγγιάζαμε, ακούμε μπουμπουνίζει,

στην  Κράση, κ’ ένα σύννεφο, ράχες βουνά σκεπάζει,

κι άγριες φωνές με τη φωτιά πετάγαν τα λιθάρια.

Ήταν της Μάνης τα παιδιά τον πόλεμο που ‘κάναν.

Τρία γιουρούχια ρίχτηκαν οι Τούρκοι κι Αρβανίτες, 

και τρείς φορές τους κύλησαν στο λόγγο στο τσουγγάρι, 

και φώναξε ένας γέροντας στα λιάπικα ντυμένος (γέρο- Πετροπουλάκης)

που έφεγγε το μάτι του σαν κάρβουνο αναμμένο.

Καρδιά παιδιά μου Έλληνες, Μανιάτες Ξακουσμένοι, 

του Ηλία να δικιώσωμε το αγιασμένο αίμα.

Στον Κωνσταντή

Και εσύ βρε γιέ μου Κωνσταντή, τα νειάτα μου ενδύσου,

πού ‘χα όταν πολέμαγα εις το Σταυρό στη Μάνη,

και βάψε πίσω το σπαθί στο Τούρκικο το αίμα,

ν’ αστράψει η λεπίδα του, σαν τ’ άστρο της αυγούλας,

όταν διαβή το σύννεφο, που τόχε σκεπασμένο.

Τρείς μέρες επολέμαγαν, τρεις μέρες ντουφεκούσαν, 

κι όταν βοριάς ελάγιασε, τα σύννεφα εφεύγαν,

κι επεταχτήκαμε ψηλά και πήραμε το δρόμο,

περνώντας είδαμε βαθειά στης Κράσης τα δερβένια, 

λύκους να ροκανίζουνε αμέτρητα κουφάρια.

Κι από την άλλη τη μεριά, λεβέντες να χορεύουν.

Ο μικρός Μανιάτης

Μας είδαν μας χαιρέτησαν, κι ένας μικρός Μανιάτης,

ψηλή φωνίτσα έρριξε κι αυτό μας παραγγέλει:

Μικρά χελιδονάκια μου, σαν φτάσετε στην Μάνη,

να μου τη χαιρετήσετε, τη λατρεμένη χώρα,

για την τιμή της πέστε της, εδώ πως πολεμούμε.

Κι όταν στα σπίτια τα ψηλά, ‘νεβήτε, 

τη φωλιά σας να χτίσετε την όμορφη, να ζήτε χελιδόνια,

κάθε πρωϊ με τη γλυκειά φωνίτσα σας να λέτε,

ξυπνώντας απ’ τον ύπνο τους τις εύσπλαχνε κυράδες,

ψωμί για να  μας στείλουνε, μολύβι και μπαρούτι,

κι εμείς θα τις στολίσωμε, μ’ένα μυρτιάς κλωνάρι.

Περνώντας ρίξτε μια φωνή, στη Ρούμελη, κοιμάται;

και πέστε της τι στέκεται, γιατί δεν ξεκινάει;

τη σαπισμένη την τουρκιά να τήνε λιώσωμ’ όλη;

Το μοιρολόϊ

Και για όσους, ο Άρης έκαμε στρώμα το χώμα της Κρήτης, ταιριασμένο ακούστηκε τότε το μοιρολόϊ:

Καθρέφτη μου βενέτικε με το μαργαριτάρι,

πολύ σ’ εχάρημα εμείς, ας σε χαρούσι κι άλλοι.

Ας σε χαρή η Κριτικιά η γη, μέσα εις την αγκάλη,

στεφάνια τα λουλούδια της την άνοιξη να βάλη

και στολισμό το χόρτο της. Έτσι στολίζ’ η κόρη

τον αϊγορο από ρχεται, πέφτει στην αγκαλιά της.

Μέσα στης Κρήτης τα βουνά, μέσα και στα λαγκάδια,

εκεί εξαπλωθήκασι, κοιμούνται τα λιοντάρια,

τάχα θε να ξυπνήσουσι, τάχα να σηκωθούσι,

με τα πουλιά για να μιλούν, του αϊδονιού να πούσι:

Στη Μάνη πήγαινε πουλί, αϊδόνι να λαλήσης,

και να λαλήσης χλιβερά, πικρά να κελαϊδήσης,

να κλάψουνε οι σύντροφοι να πάρουνε τα όπλα,

το αίμα μου αδίκιωτο στους Τούρκους να μην μείνη>>

 

Δικαίος Β. Βαγιακάκος

16/01/1959

 

Αφήστε μια απάντηση