Ο Πότης και το τσιμπουράκι
Καθώς ο μπάρμπα- Μήτσος με τη θειά- Μήτσαινα πάλεψαν για χρόνια τη φτώχεια τους, κατάφεραν να καλοπαντρέψουν τα κορίτσια τους και να πάνε στα σπίτια τους. Πίσω, τους έμεινε, ο μοναχογιός τους ο Πότης. Παλικάρι ο Πότης, ψηλός, μαυριδερός, μπρατσωμένος, καθώς εκουβάλαγε κοτρώνια για να χτίσει τις μάντρες. Ομορφόπαιδο, για να λέμε την αλήθεια! Γύρω στα τριάντα, δεν άργησε να γίνει στόχος της κόρης του μπάρμπα- Γιώργη απ’ το άλλο χωριό. Δυο τρείς φορές συναντήθηκαν στην βρύση, και το μάτι της Σταυρούλας άστραψε και βρόντηξε! Καθώς βόσκανε τα ζα τους σε κοντινή απόσταση, εκείνη φρόντιζε να ξελογιάζει με τα νάζια της τον Πότη! Ο Πότης κάθε φορά που την έβλεπε, κρυφοκοίταζε πίσω από καμιά ελιά, η κάνα φρύγανο, μπας και δει τίποτα λίγο παραπάνω από το πόδι της Σταυρούλας. Εκείνη φρόντιζε να τον ξελογιάζει.
Ο Πότης, φεύγοντας η Σταυρούλα, χωνότανε κάτω από μια μεγάλη πέτρα, ήταν σαν μικρή σπηλιά, και έψαχνε ανάμεσα στα πόδια του χαμηλά στην κοιλιά του να δει γιατί πονάει. Μια μέρα από τις πολλές, άργησε να μαζευτεί στο σπίτι και η θεια- Μήτσαινα βγήκε για να τον ψάξει. Ήξερε ότι τα μεσημέρια που στάλιαζαν τα ζα, εκείνος πήγαινε στη σπηλιά του και το ‘ριχνε στον ύπνο. Μιας και δυο λοιπόν, πάει στη σπηλιά πρώτα να δει μήπως είναι εκεί. Τον βρίσκει με κατεβασμένο το παντελόνι, ν’ ασχολείται και να ψάχνει να δει γιατί πονάει!
- Βρέ, κακό χρόνο να ‘χεις, τι κάνεις εκεί; τον ρωτάει αγριεμένη!
- Τίποτα δεν κάνω, της λέει! ένα τσιμπουράκι ψάχνω να βρώ!
Σηκώθηκε με τα χίλια ζόρια αφού πόναγε, μάζεψε τα ζα τους και ξεκίνησε για το σπίτι. Η θεια – Μήτσαινα πηγαίνοντας στο σπίτι, εξιστόρησε στο γέρο της όλο το σκηνικό!
Το προξενειό
Πρέπει να τόνε παντρέψομε γριά, αποκρίθηκε ο μπαρμπα- Μήτσος. Άρχισε λοιπόν το ξεψάχνισμα στο γιό του, για να μάθει αν του αρέσει κάποια απ’ τις κοπέλες του χωριού. Εκείνος με τα πολλά του μίλησε για την Σταυρούλα από το διπλανό χωριό, του μπάρμπα- Γιώργη τη θυγατέρα. Δεν χάνει καιρό ο μπάρμπα- Μήτσος, πάει και βρίσκει την προξενήτρα του χωριού, τη θεια- Θανάσω!
- Θανάσω, εεε Θανάσω! που είσαι;
- Εδώ είμαι Μήτσο μ’! τι θέλεις;
- Σι θέλου για κάτι σοβαρό, αποκρίθηκε εκείνος.
- Ανέβα να σ’ ψήσου ένα καφέ και να μ’ πεις! ξανάπε η θεια- Θανάσω.
Κει που πίναν τον καφέ της λέει ο μπάρμπα- Μήτσος.
-Ξέρεις ο γιός μου είναι σε ηλικία γάμου! Και πρέπει να του βρεις μια καλή νύφη. Μα δε με νοιάζ’ η προίκα της! καλή κοπέλα νάναι. Σάματις εγώ πήρα τη Μαριγώ είχε προίκα; δεν είχε πολλή. Είχεν όμως μυαλό και ήταν κι εργατικιά! αυτή είναι η καλύτερη προίκα.
- Έχεις κάποια στο μυαλό σου; σου ‘χει πει κάτι;
- Να, μου ‘χει πεί για τη θυγατέρα του Γιώργη του Χασομέρι απ’ τ’ άλλο χωριό, απάντησε ο Μήτσος.
- Αααα καλή κοπέλα αυτή κι εργατικιά, απάντησε η θεια-Θανάσω! θα πάω αύριο να βρω τον πατέρα της! και θα σου φέρω απάντηση!
Περίμενε, περίμενε ο μπάρμπα- Μήτσος, ώσπου βλέπει ξαφνικά τη θεια- Θανάσω να ‘ρχεται μεσ’ το χαμόγελο!την έφτιαξα την δουλειά Μήτσο μ’! Την Κυριακή μας περιμένουν! Την κέρασε και ένα τσίπουρο μεσ’ την τρελή χαρά και την ευχαρίστησε διπλά και τριπλά.
Σαν γύρισε ο Πότης από τα ζα αργά το βράδυ, του ‘πε τα νέα ο μπάρμπα- Μήτσος! Δεν έβλεπε την ώρα εκείνος να συναντήσει και επίσημα την Σταυρούλα του! Μα εκείνη όλη νύχτα δεν κοιμόταν καθώς σκεφτόταν τον Πότη.
Τ’ αρραβωνιάσματα
Κυριακή λοιπόν στολισμένη όλη η οικογένεια, όπως είχε κανονιστεί, πάνε στο διπλανό χωριό! Τους καλωσορίζει ο μπαρμπα- Γιώργης ο Χασομέρης, να και η κυρά του να και η Σταυρούλα! φωτιά οι ματιές τους! να κοιτάζονται και να μην χορταίνονται! Με τα πολλά έρχεται και η κουβέντα στο κρίσιμο σημείο!
- Άκου Γιώργη, ήρθαμε για να ζητήσουμε την κόρη σου για νύφη στο γιό μας, λέει ο μπάρμπα- Μήτσος! Δεν μας νοιάζει άν έχει προίκα η όχι! φτάνει που είναι καλή κοπέλα!
- Μήτσο μου και μας δεν μας νοιάζει τι έχει ο Πότης! φτάνει που είναι καλό παιδί και εργατικός!
- Τότε Γιώργη μου αφού και τα παιδιά μας θέλουντε, να δώσουμε τα χέρια και να κανονίσουμε τον αρραβώνα!
Δώσανε τα χέρια λοιπόν οι πατεράδες, κανόνισαν σε δεκαπέντε ημέρες τον αρραβώνα, κι αγκαλιάστηκαν και φιλήθηκαν! Οταν αγκαλιάστηκαν ο Πότης με τη Σταυρούλα, αναψοκοκκίνισαν και οι δύο σαν παντζάρια! Γίνηκε και ο αρραβώνας και μπορούσαν πλέον να κυκλοφορούν και μαζί ελεύθερα! Έλα όμως που η πονηρή η Σταυρούλα δεν τον άφηνε να κάνει τίποτα άλλο εκτός μια αγκαλιά και φιλί στο μάγουλο; Ένας χρόνος είχε περάσει και λίγο μπούτι είχε δει ο φουκαράς μόνο! κι αυτό ξαστοίχου!
Ο γάμος
Και μιας και τέλειωσαν οι μαστόροι με το σπίτι που θα ‘μεναν τα παιδιά, αποφάσισαν σε ένα μήνα να γίνει ο γάμος! Με το ζόρι κρατιόντουσαν και οι δυο τους! Την ημέρα του γάμου, πριν ακόμα καλά καλά τελειώσει το γλέντι αποτραβήχτηκαν να χαρούν τον έρωτά τους. Την άλλη μέρα το απόγευμα, γυρνώντας ο μπάρμπα- Μήτσος από τα ζα, ρωτάει τη θεια- Μαριγώ!
- Ε Μαριγώ τι κάνουν τα παιδιά; εφάνηκαν;
- Οχι Μήτσο μ΄ άρατοι είναι από χθες το βράδυ!
- Τους πήγες τίποτα να φάνε;
- Είχα φροντίσει και τους είχα βάλει φρούτα στο φανάρι!
- Μωρή με τα φρούτα θα τη βγάλουνε; χάε τους λίγο φαί!
Μια και δυο η θεια-Μαριγώ γεμίζει δυο πιάτα με μακαρόνια και κρέας από τον κόκορα , και πάει και τα αφήνει έξω από την πόρτα για να μην τους ανησυχήσει. Την άλλη μέρα το πρωί , να το γάλα, οι τραβηχτές, τα λαλάγγια, και όλα τα καλούδια! Πάει επάνω το δίσκο η θεια- Μαριγώ, μα βλέπει το χθεσινοβραδυνό δίσκο απ’ έξω. Απόρησε! Πάει το μεσημεριανό, όλα τα άλλα εκεί! Πάει στο γέρο της και του λέει: Βρε γέρο όλα τα φαγητά είναι απ, έξω, να μην έπαθαν τίποτα; Ω καϋμένη δε βαράς την πόρτα;
Πάει η θεια- Μαριγώ, και κτυπάει δυνατά την πόρτα! Έρχομαι! ακούγεται η φωνή της Σταυρούλας από μέσα! Ο Πότης τσίτσιδος, χώθηκε κάτω απ’ το κρεββάτι με το χτύπημα της πόρτας! Η Σταυρούλα βάζει μπροστά στο πράμα της τις παντόφλες του Πότη, κι ανοίγει την πόρτα! Την βλέπει η θεια- Μαριγώ και τα χάνει! Τρέχει στο γέρο της αλαφιασμένη! Τι έπαθες μωρ’ Μαριγώ; ρωτάει και εκείνος ανήσυχος, αφού είδε έτσι τη Μαριγώ του!
- Καϊλα μας γέρο μου καϊλα μας, τι μας έκανε η κακούργα! Ούλον τον εκατάπιεν η κακούργα, μόνον οι παντόφλες μείναν απ’ έξω!
φωτογραφία από www.dytikanea.gr