Ο Σταύρος Χ. Σκοπετέας

Γεννήθηκε στο Εξωχώρι Καρδαμύλης στις 29 Ιουλίου του 1908. Μετά τα γυμνασιακά του μαθήματα στην Καλαμάτα, εγγράφηκε το 1926 στην φιλοσοφική σχολή του Πανεπιστημίου της Αθήνας. Τελειώνοντας τις σπουδές του διορίσθηκε το 1931 στην βιβλιοθήκη της Βουλής. Γρήγορα ανέβηκε όλες τις τάξεις της ιεραρχίας, μέχρι του βαθμού του διευθυντή. Θέση την οποία κατέλαβε μετά την αποχώρηση του κ. Ν. Βέρου. Η εκλογή του αυτή έγινε δεκτή αό τον κόσμο των γραμμάτων και του ημερήσιου Αθηναϊκού Τύπου.

Αθήνα, 1957. Ο συγχωριανός μας αείμνηστος Σταύρος Σκοπετέας, Διευθυντής της Βιβλιοθήκης της Βουλής (1954-1958),
φωτογραφίζεται σε πολιτιστική εκδήλωση με ομολόγους του Ελληνες Διευθυντές Βιβλιοθηκών και τον πρέσβη των ΗΠΑ στην Ελλάδα Τζωρτζ Άλλεν (Ιούλιος 1956- Νοέμβριος 1957)
Τζωρτζ Αλλεν, Σταύρος Σκοπετέας

Την προηγούμενη χρονιά, μετά από πρόσκληση της Αμερικανικής κυβέρνησης, πήγε στις Ηνωμένες Πολιτείες, για επίσκεψη των εκεί Βιβλιοθηκών και άλλων επιστημονικών ιδρυμάτων. Υπήρξε μέλος της Επιστημονικής Εταιρίας, της Λαογραφικής Εταιρίας, και της Γλωσσικής Εταιρίας με έδρα την Αθήνα.

Υπήρξε μέλος του διοικητικού συμβουλίου του Τζανείου νοσοκομείου Πειραιώς. Ήταν η ψυχή του συλλόγου του χωριού του και βοήθησε τα μέγιστα για τον εξωραϊσμό και την ύδρευση του Εξωχωρίου.

Στην υπηρεσία του

Ο Σταύρος Σκοπετέας θεωρούσε την υπηρεσία του ως λειτούργημα ιερό και την εργασία ως προσευχή. Την δε εξυπηρέτηση παντός προσερχομένου στην βιβλιοθήκη, την θεωρούσε καθήκον του, αλλά και σαν ψυχική ανάγκη. Ήταν πάντοτε ο παραστάτης και πρόθυμος βοηθός κάθε αναγνώστη που προσερχόταν στην βιβλιοθήκη. Για τους προϊσταμένους του ήταν πάντοτε παράδειγμα ήθους και εργατικότητας. Ενώ για τους υφισταμένους του, σαν διευθυντής, υπήρξε ο φίλος ο καλός, ο συμπαραστάτης , ο προστάτης.

Η ενασχόλησή του

Πέρα από την μεγάλη του αγάπη την βιβλιοθήκη της Βουλής, διατηρούσε άσβεστη την αγάπη του για την Μάνη. Ασχολήθηκε με ιστοριοδιφικές έρευνες γύρω από την Νεοελληνική Ιστορία και φιλολογία. Ιδιαιτέρως όμως ασχολήθηκε με την ιστορία της Ελληνικής επανάστασης και κυρίως με την ιστορία της Λακωνίας. Αδυναμία του μεγάλη ήταν η ιστορία της Μάνης, κατά την Τουρκοκρατία, τόσο με την επανάσταση όσο και την μετέπειτα περίοδο του ελεύθερου εθνικού βίου. Επί εικοσιπενταετία ασχολήθηκε με την συλλογή εγγράφων, φυλλαδίων, η εφημερίδων η άλλων επιστημονικών εργασιών που αφορούσαν την Μάνη. Τον συγκινούσε κάθε τι Μανιάτικο, και ήταν λάτρης των παραδόσεων της Μάνης.

Το αρχείο του ήταν μεγάλης σημασίας, και δεν έπρεπε επ’ ουδενί να χαθεί! Φαινόταν άλλωστε πόσο πολύτιμο ήταν, από τα δημοσιεύματά του στον Φάρο της Λακωνίας. Στα κιτρινισμένα τετράδια και δελτία, θα πλανάται πάντα η ψυχή του Σταύρου, γιατί το όνειρό του ήταν να δώσει την πραγματική ιστορία της Μάνης. Ο θάνατός ου για την Μάνη, ήταν μεγάλη απώλεια.

Δικαίος Β. Βαγιακάκος προς Σκοπετέα

” Φίλτατε Σταύρο

δεν σε θρηνεί μόνον η σύζυγό σου και τα δύο απορφανισθέντα αγόρια σου. Σε θρηνούμεν και ημείς οι στενότεροι φίλοι σου, και η ιδιαιτέρα μας πατρίς η Μάνη. Αλλά μαζί μας και όσοι σε εγνώρισαν. Θα σε ενθυμούμεθα εστ’ αν γόνυ θαλερόν ή! Χαίρε, Σταύρο, και πορεύου εις την γην των Μακάρων. Σπάρταν έλαχες, Σπάρταν εκόσμησας.”

Συγκινητική η ομιλία του κ. Δικαίου Β. Βαγιακάκου, υπό μορφήν μανιάτικου μοιρολογιού:

Σταύρο αδερφέ

Δεν έχω την δύναμιν να σε αποχαιρετήσω με επικήδειον λόγον. Σπαράσσει η καρδία μου, από τον πόνον και η φωνή μου πνίγεται εις τους λυγμούς. Σου επέπρωτο μοιρ’ ολοή. Εδώ η ψυχή σου ακούει τους λόγους, ας πετάξη όμως εκεί κάτω εις τα κορφοβούνια του Ταϋγέτου! Και ας σταθή επάνω εις το χωριό σου, που θα δονήται από τους ήχους σπαραχτικού Μανιάτικου μοιρολογιού, διότι εκεί, Σταύρο, ” σε κλαίει το σπίτι σου, μοιρολογάει η αυλή σου, στάζουν τα κεραμίδια σου εννιά λογών φαρμάκι. ” 

Θα ήθελα να έχω την έκφρασιν μιας Μανιάτισσας μοιρολογίστρας, δια να σε κλάψω με ένα αδερφικό μοιρολόϊ της πατρίδος μας, που σε εξέθρεψε, και που τόσον την ηγάπησες. Λάτρης εσύ και μελετητής της ιστορίας και των παραδόσεων της Μάνης, είχες αγαπήσει και το μοιρολόϊ της.

Δια την νεοτέραν ιστορίαν της Μάνης με τον θάνατόν σου ” μικρό κανόνι κρέπαρε, μα ξαρματώθη κάστρο ”.

Και ενθυμούμαι κάποτε που μου έλεγες ότι:

<< ”Όταν πεθάνω, θέλω η ψυχή μου να ακούση Μανιάτικο μοιρολόϊ ” και ”Νάταν να μ’ έθαβαν με στάσιμα του Αισχύλου, και μια κυρά μοιρολογίστρα από τη Μάνη να βρίσκεται δίπλα μου ” ίνα μη άκλαυτος πύλας Άδου περάσω”>>

Δεν έχω την δύναμιν και την τέχνην του θρήνου, άκουσε όμως, αδελφέ μου, το μοιρολόϊ  της πατρίδος μας:

Σας έδωκα την προτιμή

Σας έδωκα την προτιμή,σας έκανα την χάρι/ γιατ’ έχετε στα χέρια σας χαρτί και καλαμάρι. Είπαν πολλά κι εχόρτασα, ας πω και εγώ να σκάσω, εσένα, Σταύρο μου, αδερφέ , Μανιάτικα να κλάψω. Τρέμει το ψάρι στον ψαρά, όταν το βγάλη η τράτα/ έτσι η καρδιά μου τρόμαξε, πόμαθε τα μαντάτα. Ποιο σύγνεφο να τόφερε αυτό τ’ αστροπελέκι/ αν ήρθε απ’ τον ουρανό, ποτέ του να μη βρέξη/ κι αν ήρθε από την θάλασσα, κ’ εκείνη να στερέψη. Βρύσες δανείστε με νερό δασκάλες μοιρολόγια/ τι αν είχα δάκρυα τα ‘χυσα, και μοιρολόγια τα είπα. Όλα τα μάτια είναι στεγνά και τα δικά μου κλαίνε, στο στήθος μου σταλάζουνε και την καρδιά μου καίνε. Θα βάλω άγρια τη φωνή, κι άγριο το μοιρολόϊ,/ ν’ τρέξη η απάνου γειτονιά να δράμη η κάτου ρούγα/ να μαζευτούν οι θλιβερές κι όλες οι λυπημένες/ να ρθούνε μάτια θολερά, να ρθουν καρδιές καμένες, να τις ρωτήσω:

Τίνος το ξέρη η γλώσσα της

Τίνος το ξέρη η γλώσσα της, τίνος ευρίσκει ο νούς της/ για να βρη σου και να σου πη το άξιο μοιρολόϊ;/ Πάλι αστραπές πάλι βροντές πάλι νερό και χιόνι/πάλι καινούργια κλάματα κει κάτω στο Ξεχώρι./ Τι σου πρεπε λεβέντη μου να πας στον κάτου κόσμο, που σ’ είχες τόπους έμορφους να περισιριανίζης,/είχες κι ολόχρυσα χαρτιά να γράφης ν’ αναγνώνης./ Στη μέση του περιβολιού μας κάει το κυπαρίσσι/ πούχε στη ρίζα κρύο νερό, μια κρουσταλλένια βρύση,/ είχε στη ρίζα μάλαμα και στην κορφή χρυσάφι,/ είχε και στα κλωνάρια του όλο μαργαριτάρι./ Χρυσός αητός καθότανε απάνω στα λευρά μαςκι επέταξε και τα καψε τα φύλλα της καρδιάς μας./ Καράβι μου τρικάταρτο κι ασημομαρμαρένιο,/ πούχεις πανιά μεταξωτά και τα κουπιά ασημένια/ κι έχεις και αντενοκάταρτα χρυσά μαλαματένια.

Πουλάκια μου κι άλλα πουλιά-

του κάμπου και της ρεματιάς, του λιβαδιού και του κλαριού – του λόγκου και του αγκρεμού, να μαζωχτείτε σήμερα – στου Ταϋγέτου τα βουνά να κλάψετε λυπητερά – τι έπαθε ναυάγιο, ένα βαπόρι θωρηχτό – στη μέση στον ωκεανό. Χρυσέ μου πολυέλαιε- με τις χρυσέ ζου τρέμουλες στη μεσαρία του σπιτιού- πόπεσες και τσακίστηκες χίλια κομμάτια γίνηκες- το σπίτι εσκοτίδιασε. Ξύπνα κι αγροίκα σταυραητέ και τίναχτ’ τα φτερά σου, ξύπνα διαμάντι και ρουμπί κι αφρέ του μαλαμάτου πόχω δυο λόγια να σου πω του παραπονεμάτου.

Άνοιχτ’ τα μάτια τα γλαρά τ’ ομορφοχαϊδεμένα, να κάμεις τα πικρά γλυκά και τ’ άγρια μερωμένα, τώρα έφθασε το τέρμενοκ’ η ώρα η πικραμένη, που θα μας αποχωρισθής λαμπάδα μου γραμμένη.

μοιρολόϊ στον τελευταίον ασπασμόν

Όλα σου τα φιλήματα γλυκά τανε σα μέλι, μα τούτο το στερνό φιλί πικρό ‘ναι σα φαρμάκι

μοιρολόϊ στο μνήμα

Πλάκα χρυσή, πλάκα αργυρή, πλάκα μαλαματένια, τούτο το νιό που στέλνομε να τον καλοπεράσης. Να βρη την πόρτα σφαλιστή- και την παράδεισο ανοικτή στα δεξιά να κοιμηθή. Το καλοκαίρι στο μπαξέ- νάχει δεντροφυτέματα και διάφορου λογού κλαδιά- κρύος αέρας να φυσά και το χειμώνα στο κλουβί- να μη παγώνη και βραχή στα ρούχα του τα καθαρά- μεσ’ του χειμώνα τα νερά. Σταύρο ανακεφάλισο- και βγάλε το καπέλο ζου και ζήτησε ευχαριστώ- σ’ όλους τους φίλους γενικώς. Αδέρφι αδέρφι Σταύρο μου, αδέρφι αδέρφι τρεις φορές αδέρφι γλυκοκάβουτσο.

πληροφορίες από το Φάρο της Λακωνίας  Μάρτιος του 1958

www.exochori.gr

 

 

Αφήστε μια απάντηση