Στο τζάκι, πλάι στη φωτιά, ξύνει το κολοκύθι

του Βασιλείου Γ. Βλαχάκου

και στα εγγόνια η γιαγιά λέει το παραμύθι:

Ήταν,  παιδιά μου,  μια φορά μία μεγάλη πόλη

που τη θαυμάζανε πολλοί και τη ζηλεύαν’ όλοι.

Θέλαν όλοι τα πλούτη της και την πολιορκούσαν

σαν κύματα περνούσανε και τη λεηλατούσαν.

Πέρασαν βάρβαροι πολλοί, μα η βασίλισσά μας

για χίλια χρόνια ήτανε αυτή πρωτεύουσά μας.

Ήταν ο φάρος για πολύ μες στο πυκνό σκοτάδι

ωραίο ηλιοβασίλεμα που χάνεται το βράδυ

’να βράδυ μάλιστα κακό που ’ρθε  σ’ αυτή την Πόλη

και έπεσαν τα τείχη της και οι ψηλοί της θόλοι

στα χέρια τούρκων έπεσε η ακριβή μας κόρη.

Κλαίει τη μάνα το παιδί μονάκριβο αγόρι

που βλέπει να τη σέρνουνε σκλάβα σε ξένα μέρη

κλαίει κ’ η μάνα το παιδί κ’ η δόλια υποφέρει

που βλέπει το αμούστακο να είναι δακρυσμένο

πεντάρφανο το άμοιρο και καταματωμένο

κλαίνε, φωνάζουν, τρέχουνε, τρελοί μήπως σωθούνε

ποιος ξέρει πια οι άμοιροι πού τέλος θα βρεθούνε.

Σαν λυσσασμένα τα σκυλιά σκοτώνουν, καταστρέφουν

αρπάζουν, καίνε , σφάζουνε, σταματημό δεν έχουν.

Πιστεύουνε οι βάρβαροι πως έτσι για πιλάφι

θα πάνε στον Παράδεισο και κάνουν σαν ελάφι

να τρέχουνε οι χριστιανοί στην εκκλησιά να μπούνε

μήπως κ’ εδώ οι βάρβαροι τα άγια σεβαστούνε.

Μολύνουνε το ιερό τα βρωμερά τους χέρια

και βάφουνε την εκκλησιά κόκκινη τα μαχαίρια.

Κλέβουν τα δισκοπότηρα, σπάζουνε τις εικόνες

κι αφήνουνε την εκκλησιά μόνο με τις κολόνες.

 

–  Τέτοιες κολόνες μέσα μας, γιαγιά μας έχουμ’ όλοι

να ξαναφτιάξουμ’ εκκλησιά πιο πέρα απ’ την Πόλη!

–  Μπράβο παιδιά μου! έχουτε ούλα σας στην αράδα

μες στην καρδιά σας ’λεύτερη, κλεισμένη την Ελλάδα!

…………………………………………..

Τα εγγονάκια έγειραν στο πλάι το κεφάλι

κι όταν ξυπνήσουνε αυτά θα ξαναπάνε πάλι

στην Πόλη, να σημάνουνε και πάλι τις καμπάνες

και να ηχήσουνε ξανά της Νίκης οι παιάνες.

 

Αφήστε μια απάντηση